- κεκηρυγμένως
- κεκηρυγμένως (Α)επίρρ. πασίγνωστα, δημοσίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκηρυγμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κηρύσσω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεκηρυγμένως — notoriously indeclform (adverb) κεκηρῡγμένως , κηρύσσω to be a herald perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)